αλληλοσυγκρούστηκα

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /a.li.lo.siŋ.ˈɡru.sti.ka/
  • Hyphenation: αλ‧λη‧λο‧συ‧γκρού‧στη‧κα

Verb

edit

αλληλοσυγκρούστηκα (allilosygkroústika)

  1. 1st person singular simple past form of αλληλοσυγκρούομαι (allilosygkroúomai).