ανάκτηση
Greek
editNoun
editανάκτηση • (anáktisi) f (plural ανακτήσεις)
Declension
editDeclension of ανάκτηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | ανάκτηση • | ανακτήσεις • | |
genitive | ανάκτησης • | ανακτήσεων • | |
accusative | ανάκτηση • | ανακτήσεις • | |
vocative | ανάκτηση • | ανακτήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανακτήσεως • |