ανέκφραστος
Greek
editEtymology
editFrom Koine Greek ἀνέκφρασστος (anékphrasstos).
Adjective
editανέκφραστος • (anékfrastos) m (feminine ανέκφραστη, neuter ανέκφραστο)
- expressionless, poker faced, with vacant look
- inexpressible, indescribable (happiness, joy, etc)
Declension
editDeclension of ανέκφραστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανέκφραστος • | ανέκφραστη • | ανέκφραστο • | ανέκφραστοι • | ανέκφραστες • | ανέκφραστα • |
genitive | ανέκφραστου • | ανέκφραστης • | ανέκφραστου • | ανέκφραστων • | ανέκφραστων • | ανέκφραστων • |
accusative | ανέκφραστο • | ανέκφραστη • | ανέκφραστο • | ανέκφραστους • | ανέκφραστες • | ανέκφραστα • |
vocative | ανέκφραστε • | ανέκφραστη • | ανέκφραστο • | ανέκφραστοι • | ανέκφραστες • | ανέκφραστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανέκφραστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανέκφραστος, etc.) |