αναβρασμός
Greek
editAdjective
editαναβρασμός • (anavrasmós) m (feminine αναβρασμή, neuter αναβρασμό)
- boiling up, boiling over, seething
- (figuratively) boiling over, seething (with anger)
Declension
editDeclension of αναβρασμός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναβρασμός • | αναβρασμή • | αναβρασμό • | αναβρασμοί • | αναβρασμές • | αναβρασμά • |
genitive | αναβρασμού • | αναβρασμής • | αναβρασμού • | αναβρασμών • | αναβρασμών • | αναβρασμών • |
accusative | αναβρασμό • | αναβρασμή • | αναβρασμό • | αναβρασμούς • | αναβρασμές • | αναβρασμά • |
vocative | αναβρασμέ • | αναβρασμή • | αναβρασμό • | αναβρασμοί • | αναβρασμές • | αναβρασμά • |