αναμετάδοση
Greek
editPronunciation
editNoun
editαναμετάδοση • (anametádosi) f (plural αναμεταδόσεις)
Declension
editDeclension of αναμετάδοση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αναμετάδοση • | αναμεταδόσεις • | |
genitive | αναμετάδοσης • | αναμεταδόσεων • | |
accusative | αναμετάδοση • | αναμεταδόσεις • | |
vocative | αναμετάδοση • | αναμεταδόσεις • | |
Older or formal genitive singular: αναμεταδόσεως • |
Related terms
edit- and see: δόση f (dósi, “dose”)