αναχαιτίζομαι
Greek
editVerb
editαναχαιτίζομαι • (anachaitízomai) passive (past αναχαιτίστηκα, active αναχαιτίζω)
- passive of αναχαιτίζω (anachaitízo)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
αναχαιτίζομαι • (anachaitízomai) passive (past αναχαιτίστηκα, active αναχαιτίζω)