ανεμοδέρνομαι
Greek
editVerb
editανεμοδέρνομαι • (anemodérnomai) passive (past ανεμοδάρθηκα, active ανεμοδέρνω)
- passive of ανεμοδέρνω (anemodérno)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
ανεμοδέρνομαι • (anemodérnomai) passive (past ανεμοδάρθηκα, active ανεμοδέρνω)