ανιστόρητος
Greek edit
Adjective edit
ανιστόρητος • (anistóritos) m (feminine ανιστόρητη, neuter ανιστόρητο)
- unhistorical
- ignorant of history (of a person)
- unnarrated
Declension edit
Declension of ανιστόρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανιστόρητος • | ανιστόρητη • | ανιστόρητο • | ανιστόρητοι • | ανιστόρητες • | ανιστόρητα • |
genitive | ανιστόρητου • | ανιστόρητης • | ανιστόρητου • | ανιστόρητων • | ανιστόρητων • | ανιστόρητων • |
accusative | ανιστόρητο • | ανιστόρητη • | ανιστόρητο • | ανιστόρητους • | ανιστόρητες • | ανιστόρητα • |
vocative | ανιστόρητε • | ανιστόρητη • | ανιστόρητο • | ανιστόρητοι • | ανιστόρητες • | ανιστόρητα • |
Related terms edit
- see: ιστορία f (istoría, “history, story”)