ανοικοδομούμαι
Greek
editVerb
editανοικοδομούμαι • (anoikodomoúmai) passive (past ανοικοδομήθηκα, active ανοικοδομώ)
- passive of ανοικοδομώ (anoikodomó)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
ανοικοδομούμαι • (anoikodomoúmai) passive (past ανοικοδομήθηκα, active ανοικοδομώ)