αντιπροίκι
Greek
editNoun
editαντιπροίκι • (antiproíki) n (plural αντιπροίκια)
Declension
editDeclension of αντιπροίκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιπροίκι • | αντιπροίκια • |
genitive | — | — |
accusative | αντιπροίκι • | αντιπροίκια • |
vocative | αντιπροίκι • | αντιπροίκια • |