αντιφρονών
Greek
editEtymology
editSubstantivized masculine of the participle αντιφρονών (antifronón).
Pronunciation
editNoun
editαντιφρονών • (antifronón) m (plural αντιφρονούντες, feminine αντιφρονούσα)
Declension
editDeclension of αντιφρονών
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιφρονών • | αντιφρονούντες • |
genitive | αντιφρονούντος • | αντιφρονούντων • |
accusative | αντιφρονούντα • | αντιφρονούντες • |
vocative | αντιφρονών • | αντιφρονούντες • |
Related terms
edit- see: αντιφρονώ (antifronó, “to differ in thought”)