αξιολογικός
Greek
editEtymology
editLearned borrowing from French axiologique. By surface analysis, αξιολογ(ία) (axiolog(ía)) + -ικός (-ikós).[1]
Adjective
editαξιολογικός • (axiologikós) m (feminine αξιολογικη, neuter αξιολογικό)
Declension
editDeclension of αξιολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιολογικός • | αξιολογική • | αξιολογικό • | αξιολογικοί • | αξιολογικές • | αξιολογικά • |
genitive | αξιολογικού • | αξιολογικής • | αξιολογικού • | αξιολογικών • | αξιολογικών • | αξιολογικών • |
accusative | αξιολογικό • | αξιολογική • | αξιολογικό • | αξιολογικούς • | αξιολογικές • | αξιολογικά • |
vocative | αξιολογικέ • | αξιολογική • | αξιολογικό • | αξιολογικοί • | αξιολογικές • | αξιολογικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιολογικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιολογικός, etc.) |
Related terms
edit- αξιολόγηση f (axiológisi)
- αξιολογία f (axiología)
- αξιολογώ (axiologó)
References
edit- ^ “αξιολογικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998