αξιόποινος
Greek
editAdjective
editαξιόποινος • (axiópoinos) m (feminine αξιόποινη, neuter αξιόποινο)
Declension
editDeclension of αξιόποινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόποινος • | αξιόποινη • | αξιόποινο • | αξιόποινοι • | αξιόποινες • | αξιόποινα • |
genitive | αξιόποινου • | αξιόποινης • | αξιόποινου • | αξιόποινων • | αξιόποινων • | αξιόποινων • |
accusative | αξιόποινο • | αξιόποινη • | αξιόποινο • | αξιόποινους • | αξιόποινες • | αξιόποινα • |
vocative | αξιόποινε • | αξιόποινη • | αξιόποινο • | αξιόποινοι • | αξιόποινες • | αξιόποινα • |
Related terms
edit- see: ποινή f (poiní, “punishment, penalty”)