απαρασημοφόρητος

Greek

edit

Adjective

edit

απαρασημοφόρητος (aparasimofóritosm (feminine απαρασημοφόρητη, neuter απαρασημοφόρητο)

  1. undecorated, without medals or orders
    Synonym: παρασημοφορημένος (parasimoforiménos)
    Coordinate term: αδιακόσμητος (adiakósmitos)

Declension

edit
edit