απαρασημοφόρητος
Greek
editAdjective
editαπαρασημοφόρητος • (aparasimofóritos) m (feminine απαρασημοφόρητη, neuter απαρασημοφόρητο)
- undecorated, without medals or orders
- Synonym: παρασημοφορημένος (parasimoforiménos)
- Coordinate term: αδιακόσμητος (adiakósmitos)
Declension
editDeclension of απαρασημοφόρητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρασημοφόρητος • | απαρασημοφόρητη • | απαρασημοφόρητο • | απαρασημοφόρητοι • | απαρασημοφόρητες • | απαρασημοφόρητα • |
genitive | απαρασημοφόρητου • | απαρασημοφόρητης • | απαρασημοφόρητου • | απαρασημοφόρητων • | απαρασημοφόρητων • | απαρασημοφόρητων • |
accusative | απαρασημοφόρητο • | απαρασημοφόρητη • | απαρασημοφόρητο • | απαρασημοφόρητους • | απαρασημοφόρητες • | απαρασημοφόρητα • |
vocative | απαρασημοφόρητε • | απαρασημοφόρητη • | απαρασημοφόρητο • | απαρασημοφόρητοι • | απαρασημοφόρητες • | απαρασημοφόρητα • |
Related terms
edit- see: παράσημο n (parásimo, “decoration, medal”)