|
Present → |
Imperfect → |
Continuous future → |
Continuous subjunctive → |
Imperative → |
1s |
απογαλακτίζω |
απογαλάκτιζα |
θα απογαλακτίζω |
να απογαλακτίζω |
|
2s |
απογαλακτίζεις |
απογαλάκτιζες |
θα απογαλακτίζεις |
να απογαλακτίζεις |
απογαλάκτιζε |
3s |
απογαλακτίζει |
απογαλάκτιζε |
θα απογαλακτίζει |
να απογαλακτίζει |
|
|
1p |
απογαλακτίζουμε, απογαλακτίζομε |
απογαλακτίζαμε |
θα απογαλακτίζουμε, απογαλακτίζομε |
να απογαλακτίζουμε, απογαλακτίζομε |
|
2p |
απογαλακτίζετε |
απογαλακτίζατε |
θα απογαλακτίζετε |
να απογαλακτίζετε |
απογαλακτίζετε |
3p |
απογαλακτίζουν, απογαλακτίζουνε |
απογαλάκτιζαν, απογαλακτίζαν, απογαλακτίζανε |
θα απογαλακτίζουν, απογαλακτίζουνε |
να απογαλακτίζουν, απογαλακτίζουνε |
|
|
|
Dependent † |
Simple past → |
Simple future → |
Simple subjunctive → |
Imperative → |
1s |
απογαλακτίσω |
απογαλάκτισα |
θα απογαλακτίσω |
να απογαλακτίσω |
|
2s |
απογαλακτίσεις |
απογαλάκτισες |
θα απογαλακτίσεις |
να απογαλακτίσεις |
απογαλάκτισε |
3s |
απογαλακτίσει |
απογαλάκτισε |
θα απογαλακτίσει |
να απογαλακτίσει |
|
|
1p |
απογαλακτίσουμε, απογαλακτίσομε |
απογαλακτίσαμε |
θα απογαλακτίσουμε, απογαλακτίσομε |
να απογαλακτίσουμε, απογαλακτίσομε |
|
2p |
απογαλακτίσετε |
απογαλακτίσατε |
θα απογαλακτίσετε |
να απογαλακτίσετε |
απογαλακτίστε |
3p |
απογαλακτίσουν, απογαλακτίσουνε |
απογαλάκτισαν, απογαλακτίσαν, απογαλακτίσανε |
θα απογαλακτίσουν, απογαλακτίσουνε |
να απογαλακτίσουν, απογαλακτίσουνε |
|
|
|
Perfect → |
Pluperfect → |
Future perfect → |
Subjunctive → |
|
1s |
έχω απογαλακτίσει |
είχα απογαλακτίσει |
θα έχω απογαλακτίσει |
να έχω απογαλακτίσει |
|
2s |
έχεις απογαλακτίσει |
είχες απογαλακτίσει |
θα έχεις απογαλακτίσει |
να έχεις απογαλακτίσει |
|
3s |
έχει απογαλακτίσει |
είχε απογαλακτίσει |
θα έχει απογαλακτίσει |
να έχει απογαλακτίσει |
|
|
1p |
έχουμε απογαλακτίσει |
είχαμε απογαλακτίσει |
θα έχουμε απογαλακτίσει |
να έχουμε απογαλακτίσει |
|
2p |
έχετε απογαλακτίσει |
είχατε απογαλακτίσει |
θα έχετε απογαλακτίσει |
να έχετε απογαλακτίσει |
|
3p |
έχουν απογαλακτίσει |
είχαν απογαλακτίσει |
θα έχουν απογαλακτίσει |
να έχουν απογαλακτίσει |
|
|
|
Participle: |
απογαλακτίζοντας |
Non-finite ‡ |
απογαλακτίσει |
33, 1a |
|
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existent. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency.
† The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms.
‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|