απογαλακτίζω

Greek

edit

Verb

edit

απογαλακτίζω (apogalaktízo) (past απογαλάκτισα, passive απογαλακτίζομαι, ppp απογαλακτισμένος)

  1. to wean (infant)
    Synonym: αποθηλάζω (apothilázo)

Conjugation

edit