αποδιοργανώνομαι

Greek

edit

Verb

edit

αποδιοργανώνομαι (apodiorganónomai) passive (past αποδιοργανώθηκα, ppp αποδιοργανωμένος, active αποδιοργανώνω)

  1. passive of αποδιοργανώνω (apodiorganóno)

Conjugation

edit
for this verb's full conjugation see the active form