αποστρακίζομαι
Greek
editVerb
editαποστρακίζομαι • (apostrakízomai) passive (past αποστρακίστηκα, ppp αποστρακισμένος, active αποστρακίζω)
- passive of αποστρακίζω (apostrakízo)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
αποστρακίζομαι • (apostrakízomai) passive (past αποστρακίστηκα, ppp αποστρακισμένος, active αποστρακίζω)