αποσυνδεδεμένος
Greek
editAdjective
editαποσυνδεδεμένος • (aposyndedeménos) m (feminine αποσυνδεδεμένη, neuter αποσυνδεδεμένο)
Declension
editDeclension of αποσυνδεδεμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσυνδεδεμένος • | αποσυνδεδεμένη • | αποσυνδεδεμένο • | αποσυνδεδεμένοι • | αποσυνδεδεμένες • | αποσυνδεδεμένα • |
genitive | αποσυνδεδεμένου • | αποσυνδεδεμένης • | αποσυνδεδεμένου • | αποσυνδεδεμένων • | αποσυνδεδεμένων • | αποσυνδεδεμένων • |
accusative | αποσυνδεδεμένο • | αποσυνδεδεμένη • | αποσυνδεδεμένο • | αποσυνδεδεμένους • | αποσυνδεδεμένες • | αποσυνδεδεμένα • |
vocative | αποσυνδεδεμένε • | αποσυνδεδεμένη • | αποσυνδεδεμένο • | αποσυνδεδεμένοι • | αποσυνδεδεμένες • | αποσυνδεδεμένα • |
Related terms
edit- see: συνδέω (syndéo, “to associate, to connect”)
Further reading
edit- αποσυνδεδεμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language