αρνησικυρία
Greek
editEtymology
editαρνησι- (arnisi-) + κυρία (kyría)
Noun
editαρνησικυρία • (arnisikyría) f (plural αρνησικυρίες)
Declension
editDeclension of αρνησικυρία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρνησικυρία • | αρνησικυρίες • |
genitive | αρνησικυρίας • | αρνησικυριών • |
accusative | αρνησικυρία • | αρνησικυρίες • |
vocative | αρνησικυρία • | αρνησικυρίες • |
Related terms
edit- see: άρνηση f (árnisi, “refusal”)
Further reading
edit- αρνησικυρία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρνησικυρία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language