αροτριώνω
Greek
editVerb
editαροτριώνω • (arotrióno) (past αροτρίωσα, passive αροτριούμαι, p‑past αροτριώθηκα, ppp αροτριωμένος)
- Alternative form of αροτριώ (arotrió)
Conjugation
editThis verb needs an inflection-table template.
αροτριώνω • (arotrióno) (past αροτρίωσα, passive αροτριούμαι, p‑past αροτριώθηκα, ppp αροτριωμένος)
This verb needs an inflection-table template.