αρχοντοπούλα
See also: αρχοντόπουλα
Greek
editNoun
editαρχοντοπούλα • (archontopoúla) f (plural αρχοντοπούλες, masculine αρχοντόπουλο)
Declension
editDeclension of αρχοντοπούλα
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αρχοντοπούλα • | αρχοντοπούλες • | |
genitive | αρχοντοπούλας • | αρχοντοπουλών • | |
accusative | αρχοντοπούλα • | αρχοντοπούλες • | |
vocative | αρχοντοπούλα • | αρχοντοπούλες • | |
The genitive plural is less common |
Related terms
edit- see: άρχοντας m (árchontas, “overlord”)
Further reading
edit- αρχοντοπούλα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language