ασημείωτος
Greek
editAdjective
editασημείωτος • (asimeíotos) m (feminine ασημείωτη, neuter ασημείωτο)
- unmarked, not disfigured
- not registered
- not noted, not written down
Declension
editDeclension of ασημείωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασημείωτος • | ασημείωτη • | ασημείωτο • | ασημείωτοι • | ασημείωτες • | ασημείωτα • |
genitive | ασημείωτου • | ασημείωτης • | ασημείωτου • | ασημείωτων • | ασημείωτων • | ασημείωτων • |
accusative | ασημείωτο • | ασημείωτη • | ασημείωτο • | ασημείωτους • | ασημείωτες • | ασημείωτα • |
vocative | ασημείωτε • | ασημείωτη • | ασημείωτο • | ασημείωτοι • | ασημείωτες • | ασημείωτα • |
Related terms
editFurther reading
edit- ασημείωτος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language