ασκαλώνιο
Greek
editNoun
editασκαλώνιο • (askalónio) n (plural ασκαλώνια)
Declension
editDeclension of ασκαλώνιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασκαλώνιο • | ασκαλώνια • |
genitive | ασκαλώνιου • | ασκαλώνιων • |
accusative | ασκαλώνιο • | ασκαλώνια • |
vocative | ασκαλώνιο • | ασκαλώνια • |