ατομικιστής
Greek
editNoun
editατομικιστής • (atomikistís) m (plural ατομικιστές, feminine ατομικίστρια)
- individualist
- Synonym: ατομιστής (atomistís)
Declension
editDeclension of ατομικιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ατομικιστής • | ατομικιστές • |
genitive | ατομικιστή • | ατομικιστών • |
accusative | ατομικιστή • | ατομικιστές • |
vocative | ατομικιστή • | ατομικιστές • |
Related terms
edit- see: άτομο n (átomo, “individual, atom”)
Further reading
edit- “ατομικιστής”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language