αυταπόδεικτος
Greek
editAdjective
editαυταπόδεικτος • (aftapódeiktos) m (feminine αυταπόδεικτη, neuter αυταπόδεικτο)
Declension
editDeclension of αυταπόδεικτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυταπόδεικτος • | αυταπόδεικτη • | αυταπόδεικτο • | αυταπόδεικτοι • | αυταπόδεικτες • | αυταπόδεικτα • |
genitive | αυταπόδεικτου • | αυταπόδεικτης • | αυταπόδεικτου • | αυταπόδεικτων • | αυταπόδεικτων • | αυταπόδεικτων • |
accusative | αυταπόδεικτο • | αυταπόδεικτη • | αυταπόδεικτο • | αυταπόδεικτους • | αυταπόδεικτες • | αυταπόδεικτα • |
vocative | αυταπόδεικτε • | αυταπόδεικτη • | αυταπόδεικτο • | αυταπόδεικτοι • | αυταπόδεικτες • | αυταπόδεικτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυταπόδεικτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυταπόδεικτος, etc.) |