αφουγκράστηκα

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /a.fuˈɡɾa.sti.ka/
  • Hyphenation: α‧φου‧γκρά‧στη‧κα

Verb

edit

αφουγκράστηκα (afougkrástika)

  1. 1st person singular simple past form of αφουγκράζομαι (afougkrázomai).