βεβαιωτικός
Greek
editAdjective
editβεβαιωτικός • (vevaiotikós) m (feminine βεβαιωτική, neuter βεβαιωτικό)
Declension
editDeclension of βεβαιωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βεβαιωτικός • | βεβαιωτική • | βεβαιωτικό • | βεβαιωτικοί • | βεβαιωτικές • | βεβαιωτικά • |
genitive | βεβαιωτικού • | βεβαιωτικής • | βεβαιωτικού • | βεβαιωτικών • | βεβαιωτικών • | βεβαιωτικών • |
accusative | βεβαιωτικό • | βεβαιωτική • | βεβαιωτικό • | βεβαιωτικούς • | βεβαιωτικές • | βεβαιωτικά • |
vocative | βεβαιωτικέ • | βεβαιωτική • | βεβαιωτικό • | βεβαιωτικοί • | βεβαιωτικές • | βεβαιωτικά • |
Synonyms
edit- βεβαιωτ. (vevaiot.) (abbreviation)
Related terms
edit- see: βέβαιος (vévaios, “certain, sure”)