γειτονικός
Greek
editEtymology
editFrom γείτον(ας) (geíton(as)) + -ικός (-ikós).[1]
Pronunciation
editAdjective
editγειτονικός • (geitonikós) m (feminine γειτονική, neuter γειτονικό)
- neighbouring (UK), neighboring (US)
Declension
editDeclension of γειτονικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γειτονικός • | γειτονική • | γειτονικό • | γειτονικοί • | γειτονικές • | γειτονικά • |
genitive | γειτονικού • | γειτονικής • | γειτονικού • | γειτονικών • | γειτονικών • | γειτονικών • |
accusative | γειτονικό • | γειτονική • | γειτονικό • | γειτονικούς • | γειτονικές • | γειτονικά • |
vocative | γειτονικέ • | γειτονική • | γειτονικό • | γειτονικοί • | γειτονικές • | γειτονικά • |
References
edit- ^ γειτονικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language