διασύνδεση
Greek
editNoun
editδιασύνδεση • (diasýndesi) f (plural διασυνδέσεις)
Declension
editDeclension of διασύνδεση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | διασύνδεση • | διασυνδέσεις • | |
genitive | διασύνδεσης • | διασυνδέσεων • | |
accusative | διασύνδεση • | διασυνδέσεις • | |
vocative | διασύνδεση • | διασυνδέσεις • | |
Older or formal genitive singular: διασυνδέσεως • |
Synonyms
edit- (interface): διεπαφή f (diepafí)
- (interface): διεπιφάνεια f (diepifáneia)