εμπεριέκλεισα

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /emberiˈeklisa/
  • Hyphenation: ε‧μπε‧ρ‧ιέ‧κλει‧σα
  • Old Hyphenation: εμ‧περι‧έ‧κλει‧σα

Verb

edit

εμπεριέκλεισα (emperiékleisa)

  1. 1st person singular simple past form of εμπερικλείω (emperikleío, I contained).
    Polytonic spelling: ἐμπεριέκλεισα