εντοπισμός
Greek
editNoun
editεντοπισμός • (entopismós) m
Declension
editDeclension of εντοπισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εντοπισμός • | εντοπισμοί • |
genitive | εντοπισμού • | εντοπισμών • |
accusative | εντοπισμό • | εντοπισμούς • |
vocative | εντοπισμέ • | εντοπισμοί • |
Related terms
edit- εντοπίζω n (entopízo, “localise, locate, detect”)