Greek

edit

Adverb

edit

εξαρχής (exarchís)

  1. originally, from the beginning
    Synonyms: απαρχής (aparchís), αποξαρχής (apoxarchís)
    Εκείνος εξαρχής ήταν ανθρωποκτόνος και δεν μπόρεσε να σταθεί μέσα στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει μέσα του τίποτα το αληθινό
    Ekeínos exarchís ítan anthropoktónos kai den bórese na statheí mésa stin alítheia, giatí den ypárchei mésa tou típota to alithinó
    He was a murderer from the beginning, and abode not in the truth, because there is no truth in him.
edit
  • see: αρχή f (archí, origin, beginning)