εξαρχής
Greek
editAdverb
editεξαρχής • (exarchís)
- originally, from the beginning
- Synonyms: απαρχής (aparchís), αποξαρχής (apoxarchís)
- Εκείνος εξαρχής ήταν ανθρωποκτόνος και δεν μπόρεσε να σταθεί μέσα στην αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει μέσα του τίποτα το αληθινό
- Ekeínos exarchís ítan anthropoktónos kai den bórese na statheí mésa stin alítheia, giatí den ypárchei mésa tou típota to alithinó
- He was a murderer from the beginning, and abode not in the truth, because there is no truth in him.
Related terms
edit- see: αρχή f (archí, “origin, beginning”)