εξοπλισμός
Greek
editNoun
editεξοπλισμός • (exoplismós) m (plural εξοπλισμοί)
Declension
editDeclension of εξοπλισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξοπλισμός • | εξοπλισμοί • |
genitive | εξοπλισμού • | εξοπλισμών • |
accusative | εξοπλισμό • | εξοπλισμούς • |
vocative | εξοπλισμέ • | εξοπλισμοί • |
Related terms
edit- see: εξοπλίζω (exoplízo, “to equip, to arm”)