επένδυση
Greek
editEtymology
editLearnedly from επενδύ(ω) (ependý(o)) + -ση (-si).[1]
Pronunciation
editNoun
editεπένδυση • (epéndysi) f (plural επενδύσεις)
Declension
editDeclension of επένδυση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επένδυση • | επενδύσεις • | |
genitive | επένδυσης • | επενδύσεων • | |
accusative | επένδυση • | επενδύσεις • | |
vocative | επένδυση • | επενδύσεις • | |
Older or formal genitive singular: επενδύσεως • |
Related terms
edit- επενδύτης m (ependýtis, “coat”)
- επενδυτής m (ependytís), επενδύτρια f (ependýtria, “investor”)
- επενδυτικός (ependytikós)
- επενδύω (ependýo, “to invest”)
References
edit- ^ επένδυση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language