επεξεργαστής
Greek
editNoun
editεπεξεργαστής • (epexergastís) m (plural επεξεργαστές)
Declension
editDeclension of επεξεργαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επεξεργαστής • | επεξεργαστές • |
genitive | επεξεργαστή • | επεξεργαστών • |
accusative | επεξεργαστή • | επεξεργαστές • |
vocative | επεξεργαστή • | επεξεργαστές • |