ευπατρίδης
Greek
editEtymology
editFrom Ancient Greek εὐπατρίδης m (eupatrídēs).
Noun
editευπατρίδης • (efpatrídis) m (plural ευπατρίδες)
- (history, Greece) Eupatrid
- patrician, aristocrat
Declension
editDeclension of ευπατρίδης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ευπατρίδης • | ευπατρίδες • |
genitive | ευπατρίδη • | ευπατριδών • |
accusative | ευπατρίδη • | ευπατρίδες • |
vocative | ευπατρίδη • | ευπατρίδες • |