ζωολογικός
Greek
editEtymology
editFrom ζωολογ(ία) + -ικός.
Pronunciation
editAdjective
editζωολογικός • (zoologikós) m (feminine ζωολογική, neuter ζωολογικό)
Declension
editDeclension of ζωολογικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωολογικός • | ζωολογική • | ζωολογικό • | ζωολογικοί • | ζωολογικές • | ζωολογικά • |
genitive | ζωολογικού • | ζωολογικής • | ζωολογικού • | ζωολογικών • | ζωολογικών • | ζωολογικών • |
accusative | ζωολογικό • | ζωολογική • | ζωολογικό • | ζωολογικούς • | ζωολογικές • | ζωολογικά • |
vocative | ζωολογικέ • | ζωολογική • | ζωολογικό • | ζωολογικοί • | ζωολογικές • | ζωολογικά • |
Derived terms
edit- ζωολογικός κήπος m (zoologikós kípos, “zoo”)