καμουφλαρίστηκα

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ka.mu.flaˈɾi.sti.ka/
  • Hyphenation: κα‧μου‧φλα‧ρί‧στη‧κα

Verb

edit

καμουφλαρίστηκα (kamouflarístika)

  1. 1st person singular simple past form of καμουφλάρομαι (kamoufláromai)passive of καμουφλάρω.