κουκουλώνομαι
Greek
editVerb
editκουκουλώνομαι • (koukoulónomai) passive (past κουκουλώθηκα, ppp κουκουλωμένος, active κουκουλώνω)
- passive of κουκουλώνω (koukoulóno)
Conjugation
edit- for this verb's full conjugation see the active form
κουκουλώνομαι • (koukoulónomai) passive (past κουκουλώθηκα, ppp κουκουλωμένος, active κουκουλώνω)