κουστουμιά
See also: κουστούμια
Greek
editNoun
editκουστουμιά • (koustoumiá) f (plural κουστουμιές)
Declension
editDeclension of κουστουμιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κουστουμιά • | κουστουμιές • |
genitive | κουστουμιάς • | — |
accusative | κουστουμιά • | κουστουμιές • |
vocative | κουστουμιά • | κουστουμιές • |