κτηματομεσίτης
Greek
editEtymology
editLearned formation from κτήμα (ktíma) + -ο- (-o-) + μεσίτης (mesítis).[1]
Pronunciation
editNoun
editκτηματομεσίτης • (ktimatomesítis) m (plural κτηματομεσίτες, feminine κτηματομεσίτρια)
Declension
editDeclension of κτηματομεσίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτηματομεσίτης • | κτηματομεσίτες • |
genitive | κτηματομεσίτη • | κτηματομεσιτών • |
accusative | κτηματομεσίτη • | κτηματομεσίτες • |
vocative | κτηματομεσίτη • | κτηματομεσίτες • |
Coordinate terms
edit- ακίνητο (akínito, “real estate”)
References
edit- ^ κτηματομεσίτης, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language