μάσκα
Greek
editNoun
editμάσκα • (máska) f (plural μάσκες)
Declension
editDeclension of μάσκα
Related terms
edit- αντιασφυξιογόνος μάσκα f (antiasfyxiogónos máska, “gas mask”)
- μασκαραλίκι (maskaralíki)
- μασκαράς m (maskarás, “masquerader, buffoon”)
- μασκαράτα (maskaráta)
- μασκάρεμα (maskárema)
- μασκαρεύομαι (maskarévomai)
- μασκαρεύω (maskarévo)
- μασκαριλίκι (maskarilíki)
- μασκέ (maské)
- μασκοφόρος (maskofóros, “masked”, adjective)
- χειρουργική μάσκα f (cheirourgikí máska, “surgical mask”)