μανόμετρο
Greek
editNoun
editμανόμετρο • (manómetro) n (plural μανόμετρα)
Declension
editDeclension of μανόμετρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μανόμετρο • | μανόμετρα • |
genitive | μανομέτρου •, μανόμετρου • | μανομέτρων • |
accusative | μανόμετρο • | μανόμετρα • |
vocative | μανόμετρο • | μανόμετρα • |