μαύρος κι άραχνος

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /ˈmavɾos c‿ˈaɾaxnos/
  • Hyphenation: μαύ‧ρος κι ά‧ρα‧χνος

Adjective

edit

μαύρος κι άραχνος (mávros ki árachnosm (feminine μαύρη κι άραχνη, neuter μαύρο κι άραχνο) (literally: black and full of spiders)

  1. (idiomatic) dreary, bleak, miserable
    Τα βλέπει όλα μαύρα κι άραχνα.
    Ta vlépei óla mávra ki árachna.
    He sees everything in a miserable way.

Declension

edit
see: μαύρος (mávros) and άραχνος (árachnos)