μαύρος κι άραχνος
Greek
editPronunciation
editAdjective
editμαύρος κι άραχνος • (mávros ki árachnos) m (feminine μαύρη κι άραχνη, neuter μαύρο κι άραχνο) (literally: black and full of spiders)
- (idiomatic) dreary, bleak, miserable
- Τα βλέπει όλα μαύρα κι άραχνα.
- Ta vlépei óla mávra ki árachna.
- He sees everything in a miserable way.