μεροληψία
Greek
editNoun
editμεροληψία • (merolipsía) f (uncountable)
Declension
edit μεροληψία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | μεροληψία • |
genitive | μεροληψίας • |
accusative | μεροληψία • |
vocative | μεροληψία • |
Related terms
edit- αμεροληψία f (amerolipsía, “impartiality”)
- αμερόληπτος (ameróliptos, “unbiased, impartial”)