μετάλλινος
See also: μεταλλικός
Greek
editAdjective
editμετάλλινος • (metállinos) m (feminine μετάλλινη, neuter μετάλλινο)
Declension
editDeclension of μετάλλινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μετάλλινος • | μετάλλινη • | μετάλλινο • | μετάλλινοι • | μετάλλινες • | μετάλλινα • |
genitive | μετάλλινου • | μετάλλινης • | μετάλλινου • | μετάλλινων • | μετάλλινων • | μετάλλινων • |
accusative | μετάλλινο • | μετάλλινη • | μετάλλινο • | μετάλλινους • | μετάλλινες • | μετάλλινα • |
vocative | μετάλλινε • | μετάλλινη • | μετάλλινο • | μετάλλινοι • | μετάλλινες • | μετάλλινα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μετάλλινος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μετάλλινος, etc.) |
Synonyms
edit- μεταλλικός (metallikós)