μετακομίζομαι

Greek

edit

Verb

edit

μετακομίζομαι (metakomízomai) passive (past μετακομίστηκα, active μετακομίζω)

  1. passive of μετακομίζω (metakomízo)

Conjugation

edit
see this verb's full conjugation at: μετακομίζω (metakomízo)