μεταμορφώθηκα

Greek

edit

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /me.ta.moɾˈfo.θi.ka/
  • Hyphenation: με‧τα‧μορ‧φώ‧θη‧κα

Verb

edit

μεταμορφώθηκα (metamorfóthika)

  1. 1st person singular simple past form of μεταμορφώνομαι (metamorfónomai)passive of μεταμορφώνω.