με νύχια και με δόντια
Greek
editEtymology
editCalque of English tooth and nail.
Pronunciation
editAdverb
editμε νύχια και με δόντια • (me nýchia kai me dóntia)
- (idiomatic) tooth and nail (with all one's strength or power)
- Πάλεψε με νύχια και με δόντια για να σώσει το παιδί από τη θάλασσα.
- Pálepse me nýchia kai me dóntia gia na sósei to paidí apó ti thálassa.
- He fought tooth and nail to save the child from the sea.