με νύχια και με δόντια

Greek

edit

Etymology

edit

Calque of English tooth and nail.

Pronunciation

edit
  • IPA(key): /me ˈniça ce me ˈðondʝa/
  • Hyphenation: με νύ‧χια και με δό‧ντια

Adverb

edit

με νύχια και με δόντια (me nýchia kai me dóntia)

  1. (idiomatic) tooth and nail (with all one's strength or power)
    Πάλεψε με νύχια και με δόντια για να σώσει το παιδί από τη θάλασσα.
    Pálepse me nýchia kai me dóntia gia na sósei to paidí apó ti thálassa.
    He fought tooth and nail to save the child from the sea.