μουνοπαγίδα
Greek
editEtymology
editμουν- (moun-, “cunt”) + -ο- (-o-) + παγίδα (pagída, “trap”).
Pronunciation
editNoun
editμουνοπαγίδα • (mounopagída) f (plural μουνοπαγίδες)
- (colloquial, slang, vulgar) pussy magnet, (something that attracts or is hoped to attract women)
- Το νέο του αμάξι είναι σκέτη μουνοπαγίδα.
- To néo tou amáxi eínai skéti mounopagída.
- His new car is a real pussy magnet.
Declension
editDeclension of μουνοπαγίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μουνοπαγίδα • | μουνοπαγίδες • |
genitive | μουνοπαγίδας • | μουνοπαγίδων • |
accusative | μουνοπαγίδα • | μουνοπαγίδες • |
vocative | μουνοπαγίδα • | μουνοπαγίδες • |
See also
edit- γκομενοπαγίδα (gkomenopagída)